- λαμπροφανής
- λαμπροφανής, -ές (Α)αυτός που εμφανίζεται με λαμπρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φανής (< θ. φαν- τού φαίνω, πρβλ. ἐ-φάν-ην), πρβλ. αληθο-φανής, ευλογο-φανής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμπροφανεῖς — λαμπροφανής appearing brilliant masc/fem acc pl λαμπροφανής appearing brilliant masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek